- ἁμιλλητήριος
- ἁμιλλ-ητήριος, α, ον,A of contest,
ἵππος Philostr.VA 2.11
, Gym.26;ἅρμα Aristid.Or.37(2).15
; ἀγῶνες Men.Prot.p.1 D.:—τὸ ἁ.
place of contest,Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἵππος Philostr.VA 2.11
, Gym.26;ἅρμα Aristid.Or.37(2).15
; ἀγῶνες Men.Prot.p.1 D.:—τὸ ἁ.
place of contest,Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμιλλητήριος — ἁμιλλητήριος, α, ον (AM) [ἁμιλλητήρ] αυτός που είναι σχετικός με την άμιλλα ή ρέπει προς την άμιλλα, ο αγωνιστικός 2. φιλόνικος, εριστικός … Dictionary of Greek
ἁμιλλητήριος — of contest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλητηρίων — ἁμιλλητήριος of contest fem gen pl ἁμιλλητήριος of contest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλητήριον — ἁμιλλητήριος of contest masc acc sg ἁμιλλητήριος of contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλητηρίου — ἁμιλλητήριος of contest masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλητηρίους — ἁμιλλητήριος of contest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλητηρίῳ — ἁμιλλητήριος of contest masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλητήρια — ἁμιλλητήριος of contest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλητήριοι — ἁμιλλητήριος of contest masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιλλητήρ — ἁμιλλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμιλλητήριος] … Dictionary of Greek
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek